• Κι ο θάνατος το τέλος δεν είναι!
    Διαβάστε το Α βιβλίο της τριλογίας
  • Κι ο θάνατος το τέλος δεν είναι!Διαβάστε τη νέα συνέντευξη
  • Κι ο θάνατος το τέλος δεν είναι!Παρακολουθήστε την παρουσίαση
  • Δες το βιβλίο στα PublicΠαράγγειλέ το
  • Διαβάστε το οπισθόφυλλοΔιαβάστε το οπισθόφυλλο
Καλώς ήρθες, αγαπητέ αναγνώστη, στο δέντρο του Άραϋ.

~.~ Τελειώνει η ζωή μετά τον θάνατο; Όχι ~.~
Σιμιτσάκης Μανώλης

Η κραυγή της πεταλούδας


Η κραυγή της πεταλούδας

Η ζωη μετα τον θανατο


Μέρος 1ο:

Κοιτά κάτω απ’ το κρεβάτι σου και πες μου τι θα βρεις.
Μια κουκουβάγια στο περβάζι σου, δεν θα μπορέσεις να τη δεις.

Οι μύθοι ξεπετάχτηκαν από μυστηριώδεις φωτιές
και οι θεοί τους από κοινωνικά τσιγάρα,
η εικόνα του Χριστού από συνηθισμένες φωνές,
πρέπει όλοι να βρεθούμε στο Μπράχμαν;



Γεννήθηκα με έναν άγγελο, αλλά τον έστειλα πίσω, επειδή ήταν κακός,
κι ό,τι το βλέπουμε παράξενο, νομίζουμε πως είναι και τρελό.
Πες μου, γιατί να βλέπω δράκους να έρχονται και να μ’ αρπάζουν,
την ώρα που ο κύριος με τους τάφους νομίζει πως με θάβουν.

Πες μου αν έχεις ποτέ ακούσει την κραυγή της πεταλούδας... Κι αν ναι, μπορείς να κοιμηθείς;
Κι έτσι, η πόλη σου θυμίζει γκραβούρα που απεικονίζει στιγμές παλιάς εποχής.

Κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα από όλα αυτά,
τότε σίγουρα δεν έχεις ακούσει την κραυγή της πεταλούδας...


Ένας βόμβος που μοιάζει με κηδεία, απ’ το εκτυφλωτικό φως έρχεται
και μια μαυροντυμένη κυρία, καθώς το ακούει, πέφτει στα γόνατα και προσεύχεται.
Σαν έρθει Η Καταστροφή, μόνο η κραυγή της πεταλούδας θα επιζήσει.
Δεν θα υπάρξει ελπίδα και στοργή, μόνο μια άρρυθμη κι άλογη φρίκη.

Υπάρχουν χαμένοι και νικητές κι αν βοηθήσεις τους χαμένους, θα χαθείς κι εσύ.
Θα βρεθείς μαζί με τους ξενέρωτους να κλαις, πάνω σ’ ένα άγνωστο, για ‘σένα έως τώρα, νησί.
Μπα; Έτσι σου είπανε να λες;
Καλύτερα να μιλάς, όταν μάθεις τι θες...

Μάλλον έχω τον ήλιο για να δώσω τέλος σ’ αυτήν τη νύχτα,
για να θάψει επιτέλους ο νεκροθάφτης το γιο του.
Το ακατονόμαστο χορεύει μες στην πίστα,
μα δεν τρέχουμε, επειδή εμείς ξέρουμε.

Κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα από όλα αυτά,
τότε σίγουρα δεν ξέρεις τι τρέχει γύρω απ’ την κραυγή της πεταλούδας...

Είμαι μέσα σε ένα δωμάτιο που ποιος ξέρει ποιος έμενε παλιά.
Βοήθεια! Παρανοϊκή ψυχεδέλεια σε τούτο το σαρκίο!
Θέλω να γίνω όπως παλιά,
πεταλούδα σ’ ελεύθερο τοπίο!

Οι κεραυνοί κι οι αστραπές έξω, να μου θυμίζουν πως ακόμα βρέχει,
μες στη δίνη του χειμώνα θα πέσω κανείς να μην με βρει, κανείς να μην με ξέρει.
Κάπου στο βάθος, πέτρινες μορφές να σου θυμίζουν να μην ξανακάνεις,
κι αν οι ελπίδες μου είναι απατηλές, τότε με μίσος θα χορτάσεις.
Κι έτσι, χάνεσαι μες στους σωλήνες του μυαλού σου
και νομίζεις πως για ‘σένα όλα τ’ ανθρωπάκια είναι πράσινα.
Κι αν όντως αυτό είναι πραγματικότητα,
θα δεις ότι χρειάζεσαι κι άλλα καύσιμα...

Πρέπει να πάμε πάνω στα βουνά
μόνο και μόνο για να πάρουμε καύσιμα;
Θα δεις πως, όταν πέσει η νύχτια,
δε θα είναι και τόσο άσχημα...

Κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα από όλα αυτά,
τότε σίγουρα δεν έχεις ακούσει την κραυγή της πεταλούδας...


Μέρος 2ο:

Διάλεξα εσένα για να μου μάθεις τα μυστικά της ζωής.
Εσένα που γεννήθηκες μέσα στα παγωμένα άστρα
και το ότι τώρα δεν έχεις ανθρώπινη μορφή,
οφείλεται στο ξεχασμένο Μπράχμαν.

Μάζευα όλη μέρα τους ιστούς απ’ τις ακτίνες ήλιου,
για να σε παγιδεύσω, αλλά δεν τα κατάφερα.
Ίσως αν ανέβαινα στα ψηλότερα τείχη του δικού σου πύργου,
το γιατί να μάθαινα.

Η ανθρώπινη μου μορφή έχει παραλύσει, γιατί δε βρίσκομαι μέσα σε αυτή.
Έπρεπε να πάρω τη δικιά σου μορφή για να μ’ αγγίξεις και να με πάρεις στη δικιά σου γη.
Στη γη σου, όπου αντί για λουλούδια, φυτρώνουν παιδία και αντί για άνθη, γεννιούνται αλήθειες.
Τα σύννεφα σου είναι φτιαγμένα από λιωμένα κεριά που, όταν βρέχει, καινέ αυτούς που δεν πιστεύουν στις προνύμφες.

Το ξέρεις ότι ήμασταν τεραστία τμήματα ενέργειας
και πως, ρουφώντας τους ατμούς των σύννεφων, την απομονώσαμε;
Τώρα ψάχνουμε να τη βρούμε στα όρια της παρενέργειας
και ίσως σε κάτι που ακόμη δεν τελειώσαμε.

Οι άνθρωποι αρχίζουν να γίνονται γκρι κι έτσι θα έρθω να ζήσω μαζί σου.
Θα έρθω στη δικιά σου γη, θα μπω κι εγώ στη φυλή σου.
Έλα να με πάρεις με το χειμωνιάτικο σου πρωινό, που βγαίνει από την παγωμένη σου ανάσα,
να με βάλεις στον δικό σου ρυθμό και στα χιονισμένα δεντρινα παλάτια.

Η τέταρτη και η πέμπτη μέρα είναι οι πιο αληθινές
και η πέμπτη κοντεύει κιόλας να περάσει.
Αν όλα γίνουν όπως χθες,
η οργή την πίστη θα χαράξει.
Οι ουρανοί να σκοτεινιάσουν από τα σύννεφα.
Οι άνεμοι να δυναμώσουν τη βροχή.
Τα μάτια σου έχουν χαθεί μέσα σε αρχαία κείμενα,
για το πώς θα αντιστρέψεις τον θάνατο με τη ζωή.

Όχι άλλο πια,
      ποτέ ξανά.
            Όχι άλλο πια,
                  ποτέ ξανά.

Οι άνεμοι να δυναμώσουν κι άλλο, να ξεριζώσουν δεντρα αιώνων,
νερό να έρθει κι άλλο, να καταπιεί τις ιστορίες των χρόνων.
Το χώμα να αρχίσει να τρέμει, να διαλύσει τα βουνά που δε σου ανήκουν.
Νιώθεις πως κάτι άσχημο σε περιμένει, γι’ αυτό και τα μαλλιά σου αρχίσαν ν’ ασπρίζουν.

Ω, τι ωραίος χορός.
Πανέμορφος χορός.
Πού πήγε εκείνη η καταραμένη σελίδα;
Πού πήγε εκείνη η άγια σελίδα;
Ίσως να την πήρε ο άνεμος, ίσως την πότισε το νερό.
Θαρρώ πως το χώμα την κατάπιε, ή πως την έκαψε κάποιος κεραυνός.

Τα μάτια σου λιώνουν σε δάκρυα που δεν έχεις γευτεί.
Θα ηρεμήσω μόνο όταν έρθει η αυγή.
Γιατί;
    Γιατί;
        Νεκρά.
            Όχι άλλο πια.
                 Όλα είναι πια νεκρά.

Όπως παλιά.


Μέρος 3ο:

‘Μα πού βρεθήκαμε;’ είπε στη σιωπή.
Όταν κυνηγάς την ψυχή σου, χάνεσαι κι εσύ;
‘Μα πού βρεθήκαμε;’ είπε η σιωπή.
Σε τόπους γεμάτους από ίχνη της ζωής...

Αλήθεια, γιατί μιλάω σ’ εσέ’, και ποια η πορεία προς τα κάτοπτρα του Μάη;
Αλήθεια, πού βρίσκεται το μέγα σπήλαιο και πώς θα μπω χωρίς λυχνάρι;
Αλήθεια, γιατί τα ίχνη της ζωής κρύβονται πίσω απ' την οργισμένη Εκάτη;
Αλήθεια, πού χάσαμε τα ινία που στήριζαν ολόκληρη την πλάση;

Του Μάη η άνοιξη, στη δύση της απόφασης κυλά.
Του σπηλαίου το πνεύμα, τα μάτια σου φορά.
Διότι ίχνη είναι και η Άρτεμις τα ακολουθά.
Τα ινία ποτέ δε χάθηκαν, η Σελήνη τα κρατά.

Έστω πως τόσα μυστικά κρατάς και τη νύχτα μόνη τραγουδάς,
έστω πως στα τραγούδια σου αποσυμβολίζονται όσα κυβερνάς
και έστω πως όλα όσα μου λες είναι κάτι περισσότερο από αληθινά.
Γιατί τις μελωδίες σου σε ‘σένα γυροφέρνεις μοναχά;

Δε σταμάτησα να τραγουδώ, όταν κάποιος θέλησε ν’ ακούσει.
Πάντοτε στις στέγες του κόσμου βρίσκομαι, όλοι το νιώθουν τούτο.
Ας έρθουν να με βρουν, όπως μιλάω έτσι και ακούω.
Και έχουμε βρεθεί δυο ή τρεις φορές, αλλά δε θυμάσαι το τραγούδι.

Τραγούδια πολλά αγάπησα και μίσησα και άλλα τόσα με την καρδιά μου τίμησα.
Όλους τους στίχους σε μάρμαρο τους χάραξα και στην πράξη τούτη αποστήθισα.
Με τα ρόδα που άνθισαν κατά τη λαλιά τους, τα πιο όμορφα συναισθήματά μου ενίσχυσα.
Αλλά δεν ήταν τα δικά σου, ανθρώπων χείλη τα έπλασαν που τον νου μου τόσο όμορφα εκοίμησαν.

Και εκείνη δεν απάντησε, σαν να επροσβλήθη από την τόσο λίγη πίστη.
Και εκείνη δεν απάντησε, σαν να την εσκότωσε με μια φράση: Ανάθεμά σε!
Μα πού εχάθης και δεν απαντάς, εχάθης στην πελώρια ανάγκη της δικιά σου φύσης;
Όλοι οι θεοί χειροκρότημα ζητάτε, μα κι εγώ Θεός θε να ‘μαι και να ‘μαι!

Δε θα ανεβαίνω σε στέγες να τραγουδώ, στέγες θα χτίζω!
Δε θα αντικρίζω το βουνό, το βουνό θα το γκρεμίζω!
Σε πηγές θαρρείς πως δεν μπορώ να περπατήσω;
Τις πηγές εγώ θα κυβερνώ κι όποτε θέλω θα τις πίνω!

Μα πώς νομίζεις πως δεν περπατάμε στην ίδια Γη;
Στον αιθέρα στεκόμαστε και εγώ και εσύ.

Μα πού εχάθης και δεν απαντάς, γιομάτη σοφίες ήσουν και τώρα με γελάς;
Μα πού εχάθης και δεν απαντάς, σε ποια στοά εκρύφθεις με την υγρασία αγκαλιά;
Μα πού εχάθης και δεν απαντάς, σε βάλτους ή καθάριες λίμνες γυρνοβολάς;
Μα πού εχάθης και δεν απαντάς, μήπως με ακούς και ο νους μου δε σε λογά;

Μα πώς θα χτίσω στέγες; Έχασα και αυτές που είχα...

Τοποθετήσαμε πυξίδες, χωροβάτες, αγνοώντας παράγοντες.
Μπορεί και τα όργανα να ήταν τρελαμένα, στέλνοντας μας σε υλικούς δράκοντες.

Γκρέμισα βράχους κι ανέβηκα βουνά, κούφια και γεμάτα πανικό.
Όμορφα που είναι εκεί πάνω... αισθάνεσαι πως τα κατάφερες...
μέχρι να νιώσεις πως είσαι άλλος... Τελικά, δε σου άρεσες...
Τόσα χρόνια πέρασαν και ούτε τώρα είμαστε έτοιμοι για επαναπροσδιορισμό.

Τότε, βράζεις από απογοήτευση και ίσως λίγο θυμό.
Πίνεις λίγο κρασάκι για να τιμήσεις το χαμό...
Ανάβεις και ένα λιβανάκι, έτσι, για τον εξαγνισμό...
Καλώς ήρθατε στο καινούργιο σας αυγό.

Ανάθεμα εμέ και τους σύγχρονους προβληματισμούς.
Δεν μπορώ πια να γεννηθώ σαν άνθος στους αγρούς.

Αλήθεια, γιατί σε λεν' σιωπή, αφού πηγή σου είναι η κραυγή;
Αλήθεια, γιατί σε λεν' σιωπή, αφού όλα μου τα απαντάς εσύ;


                                Διότι έτσι μονάχα μιλά η ψυχή...

google+1
     
Facebook
Twitter
Επόμενο ποίημα

Διαβάστε το βιβλίο "Το δεντρο του

Άραϋ" εδώ. Μόνο στα Public!

Δείτε τις κριτικές των

αναγνωστών εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου